άγια λείψανα

άγια λείψανα
Λείψανα αγίων, κυρίως οστά ή διατηρημένα σώματα, αλλά και αντικείμενα που έχουν άμεση σχέση με τη ζωή τους. Από τους πρώτους κιόλας χριστιανικούς αιώνες, οι πιστοί έδειχναν ιδιαίτερο σεβασμό προς τα ά.λ., στα οποία μάλιστα απέδιδαν θαυματουργικές ιδιότητες. Η λατρεία των α.λ. πήρε μεγάλες διαστάσεις το Μεσαίωνα. Επειδή τα ά.λ. θεωρούνταν απαραίτητα για την καθιέρωση των ναών, έγιναν ιδίως στη Δύση και αντικείμενο εμπορίου. Το 1215 η Σύνοδος του Λατερανού απαγόρευσε τη λατρεία και νέων α.λ., χωρίς την προηγούμενη έγκριση του Βατικανού. Τα ά.λ. φυλάσσονται συνήθως σε ειδικές θήκες (λειψανοθήκες) από πολύτιμο μέταλλο. Οι θήκες αυτές έχουν συνήθως σχήμα ναού ή ευαγγελίου και είναι συχνά, πραγματικά έργα τέχνης. Αν και σε πολλές χώρες στους νεότερους χρόνους πολλοί αμφισβητούν τη γνησιότητα ή την αγιότητα των λειψάνων, αυτά εξακολουθούν να κατέχουν σημαντική θέση στη λατρεία και στην πίστη του μεγαλύτερου αριθμού των πιστών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • λείψανο — το (AM λείψανον) 1. τεμάχιο που απέμεινε από ένα όλο, υπόλειμμα, υπόλοιπο, κατάλοιπο, απομεινάρι (α. «τα λείψανα τού γεύματος τά έφαγε ο σκύλος» β. «Ἀργοῡς κάρα σὺν λειψάνῳ πεπληγμένος», Ευρ.) 2. το νεκρό ανθρώπινο σώμα, πτώμα, σορός, σκήνωμα… …   Dictionary of Greek

  • νταγκάβα — και νταγκόπα, η το ιερό τών βουδικών ναών που βρίσκεται μπροστά από τον κεντρικό περίβολο και έχει μορφή ημισφαιρίου το οποίο στηρίζεται σε κυλινδρική βάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. dagaba / dagoba < dāgaba / dāgoba < αρχ. ινδ. dhāturgarbha… …   Dictionary of Greek

  • απομύρισμα — Έθιμο των βυζαντινών και μεσαιωνικών χρόνων, σύμφωνα με το οποίο οιχριστιανοί άλειφαν ένα μέρος ή ολόκληρο το σώμα τους με άγιο μύρο, που πίστευαν ότι ανάβλυζε από τους τάφους αγίων ή άλλους ιερούς χώρους (αγία Παρασκευή, άγιος Δημήτριος ο… …   Dictionary of Greek

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

  • ασπάζομαι — (AM ἀσπάζομαι) 1. φιλώ 2. χαιρετώ θερμά, αγκαλιάζω 3. (για γνώμες, απόψεις) αποδέχομαι, παραδέχομαι 4. τυπικός χαιρετισμός στο τέλος επιστολής («σε ασπάζομαι») μσν. νεοελλ. 1. φιλώ, προσκυνώ εικόνες, άγια λείψανα ή νεκρό 2. προσχωρώ, προσκολλώμαι …   Dictionary of Greek

  • καμπτρίτσιν — καμπτρίτσιν, τὸ (Μ) μικρή θήκη όπου φυλάσσονταν άγια λείψανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτρα + μεσαιων. υποκορ. κατάλ. ίτσιν, πρβλ. καλο γερ ίτσιν, καμηλαυχ ίτσιν] …   Dictionary of Greek

  • κειταστός — κειταστός, όν (Μ) αυτός που είναι τοποθετημένος, βαλμένος («ἐγκόλπιον... ἔχον ἐντός τίμιον ξύλον και ἅγια λείψανα κειταστά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κείτομαι + κατάλ. στός, (πρβλ. βια στός, θαυμα στός)] …   Dictionary of Greek

  • περιδέραιο — Κόσμημα που περιβάλλει τον λαιμό, κατασκευασμένο από μικρά στοιχεία ενωμένα μεταξύ τους. Το π., γνωστό από την εποχή του λίθου, είχε εκτός από τη διακοσμητική σημασία του και αξία φυλαχτού. Το πρωτόγονο π. κατασκευαζόταν από φυσικά στοιχεία… …   Dictionary of Greek

  • φυλακτάριον — τὸ, ΜΑ, και φυλακτάρεον Μ [φυλακτήρ] συν. στον πληθ. τὰ φυλακτάρια και φυλακτάρεα (στο Βυζ.) μικρές εικόνες ή άλλα καθαγιασμένα σε ναούς αντικείμενα ή άγια λείψανα, τα οποία κρεμούσαν για θεϊκή προστασία στους ιστούς τών πλοίων τού στόλου τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”