Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
λείψανο — το (AM λείψανον) 1. τεμάχιο που απέμεινε από ένα όλο, υπόλειμμα, υπόλοιπο, κατάλοιπο, απομεινάρι (α. «τα λείψανα τού γεύματος τά έφαγε ο σκύλος» β. «Ἀργοῡς κάρα σὺν λειψάνῳ πεπληγμένος», Ευρ.) 2. το νεκρό ανθρώπινο σώμα, πτώμα, σορός, σκήνωμα… … Dictionary of Greek
νταγκάβα — και νταγκόπα, η το ιερό τών βουδικών ναών που βρίσκεται μπροστά από τον κεντρικό περίβολο και έχει μορφή ημισφαιρίου το οποίο στηρίζεται σε κυλινδρική βάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. dagaba / dagoba < dāgaba / dāgoba < αρχ. ινδ. dhāturgarbha… … Dictionary of Greek
απομύρισμα — Έθιμο των βυζαντινών και μεσαιωνικών χρόνων, σύμφωνα με το οποίο οιχριστιανοί άλειφαν ένα μέρος ή ολόκληρο το σώμα τους με άγιο μύρο, που πίστευαν ότι ανάβλυζε από τους τάφους αγίων ή άλλους ιερούς χώρους (αγία Παρασκευή, άγιος Δημήτριος ο… … Dictionary of Greek
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
ασπάζομαι — (AM ἀσπάζομαι) 1. φιλώ 2. χαιρετώ θερμά, αγκαλιάζω 3. (για γνώμες, απόψεις) αποδέχομαι, παραδέχομαι 4. τυπικός χαιρετισμός στο τέλος επιστολής («σε ασπάζομαι») μσν. νεοελλ. 1. φιλώ, προσκυνώ εικόνες, άγια λείψανα ή νεκρό 2. προσχωρώ, προσκολλώμαι … Dictionary of Greek
καμπτρίτσιν — καμπτρίτσιν, τὸ (Μ) μικρή θήκη όπου φυλάσσονταν άγια λείψανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτρα + μεσαιων. υποκορ. κατάλ. ίτσιν, πρβλ. καλο γερ ίτσιν, καμηλαυχ ίτσιν] … Dictionary of Greek
κειταστός — κειταστός, όν (Μ) αυτός που είναι τοποθετημένος, βαλμένος («ἐγκόλπιον... ἔχον ἐντός τίμιον ξύλον και ἅγια λείψανα κειταστά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κείτομαι + κατάλ. στός, (πρβλ. βια στός, θαυμα στός)] … Dictionary of Greek
περιδέραιο — Κόσμημα που περιβάλλει τον λαιμό, κατασκευασμένο από μικρά στοιχεία ενωμένα μεταξύ τους. Το π., γνωστό από την εποχή του λίθου, είχε εκτός από τη διακοσμητική σημασία του και αξία φυλαχτού. Το πρωτόγονο π. κατασκευαζόταν από φυσικά στοιχεία… … Dictionary of Greek
φυλακτάριον — τὸ, ΜΑ, και φυλακτάρεον Μ [φυλακτήρ] συν. στον πληθ. τὰ φυλακτάρια και φυλακτάρεα (στο Βυζ.) μικρές εικόνες ή άλλα καθαγιασμένα σε ναούς αντικείμενα ή άγια λείψανα, τα οποία κρεμούσαν για θεϊκή προστασία στους ιστούς τών πλοίων τού στόλου τής… … Dictionary of Greek